- ραστακουέρος
- ο, Ν1. αυτός που επιδεικνύει τον πλούτο του2. αυτός που έχει άδηλους πόρους για τον πλούτο του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rastaquouere < αμερικ. -ισπ. arrastracuero < ισπαν. arrastra «αυτός που σύρει, που βγάζει» + cuero «δέρμα»].
Dictionary of Greek. 2013.